πτερύγεσσιν

πτερύγεσσιν
πτέρυξ
wing
fem dat pl (epic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλαγγηδόν — (AM, Α και κλαγγόν) επίρρ. με κλαγγή, με κρωγμό («ἔνθα καὶ ἔνθα ποιῶνται ἀγαλλόμενα πτερύγεσσιν, κλαγγηδόν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλαγγή + επιρρμ. κατάλ. δόν, πρβλ. οκλα δόν, πρηνη δόν] …   Dictionary of Greek

  • λατύσσω — (Α) (μέσ. παθ.) λατύσσομαι χτυπώ, προκαλώ ήχο, πάταγο («θάλασσα λατυσσομένη πτερύγεσσιν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό επίθημα ύσσω (πρβλ. αιθ ύσσω, πτερ ύσσομαι), είναι όμως άγνωστης κατά τα άλλα ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • τιταίνω — ΜΑ (επικ. τ.) 1. κατευθύνω κάποιον ή κάτι προς κάπου («εἰς δύσιν ὄμμα τίταινε, πότε γλυκὺς ἕσπερος ἔλθοι», Νόνν.) 2. μέσ. τιταίνομαι α) εντείνω τις δυνάμεις μου, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες («αὐτὰρ ὅ γ ἄψ ὤσασθε τιταινόμενος», Ομ. Οδ.) β) (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”